Το χρονικό της δολοφονίας του John Lennon – Ο δράστης και τα κίνητρα
Σήμερα συμπληρώνονται 44 χρόνια από την τραγική ημέρα όπου ο John Lennon, ένας εμβληματικός καλλιτέχνης διεθνούς εμβέλειας και φήμης, έπεσε νεκρός από τα πυρά ενός παρανοϊκού θαυμαστή, αφήνοντας ένα τεράστιο και δυσαναπλήρωτο κενό στη μουσική.
Ο John Lennon, ένα από τα μέλη του πιο διάσημου συγκροτήματος στην ιστορία, των Beatles, έμελλε να συναντήσει λίγες ώρες πριν τη δολοφονία του τον άνδρα που θα του αφαιρούσε τη ζωή και να του δώσει ένα από τα τελευταία αυτόγραφά του.
Το ημερολόγιο έγραφε 8 Δεκεμβρίου 1980. Εκείνη την ημέρα, η φωτογράφος Anniee Leibovitz επισκέφθηκε το διαμέρισμα του John Lennon και της Yoko Ono στην περιοχή του Μανχάταν της Νέας Υόρκης για να τους τραβήξει μερικές φωτογραφίες για τις ανάγκες του περιοδικού Rolling Stone.
Αμέσως μετά, ο John Lennon παραχώρησε την τελευταία συνέντευξή του – χωρίς βέβαια να είναι σε θέση να γνωρίζει το μοιραίο μελλούμενο – στον DJ Dave Sholin από το Σαν Φρανσίσκο.
Στη συνέχεια, ο Lennon και η Ono αποχώρησαν από την κατοικία τους στο Dakota Building για να κατευθυνθούν στο Record Plant Studio, όπου και θα έκαναν τη μίξη ενός τραγουδιού της Yoko Ono με τίτλο «Walkning On Thin Ice».
Κατά την έξοδό τους από το κτίριο ο John Lennon και η Yoko Ono προσεγγίστηκαν από διάφορους ανθρώπους που τους ζητούσαν αυτόγραφα. Κάτι που γι’ αυτούς αποτελούσε καθημερινότητα και αναπόσπαστο κομμάτι κάθε δημόσιας εμφάνισής τους, καθώς οι θαυμαστές συνήθιζαν να τους περιμένουν σε εκείνο το σημείο, τη γωνία της 72ης Οδού και της Central Park West.
Ανάμεσα σε όσους τους πλησίασαν εκείνη τη στιγμή βρισκόταν και ο Mark David Chapman, ένας 25χρονος φρουρός ασφαλείας από τη Χονολουλού της Χαβάη.
Ο Chapman παρέδωσε σιωπηλά στον John Lennon ένα αντίτυπο του άλμπουμ «Double Fantasy». Ο θρύλος των Beatles το υπέγραψε ρωτώντας τον έπειτα: «Αυτό είναι ό τι ήθελες;». Ο Chapman χαμογέλασε γνέφοντας καταφατικά.
Σε αυτή τη σύντομη αλληλεπίδραση έτυχε να παρευρεθεί και ο Paul Goresh, ένας φωτογράφος και θαυμαστής του John Lennon, ο οποίος απαθανάτισε τη σκηνή.
Ο John Lennon και η Yoko Ono πέρασαν τις επόμενες ώρες στο στούντιο ηχογράφησης και επέστρεψαν στο σπίτι τους περίπου στις 22:50 εκείνης της βραδιάς.
Η στιγμή της δολοφονίας – Ο Lennon αναγνώρισε τον Chapman
Προτού πάει όμως στο «Stage Deli» για να δειπνήσει με την Ono, ο Lennon είχε αποφασίσει να περάσει πρώτα από το διαμέρισμά τους ώστε να καληνυχτίσει τον πεντάχρονο τότε γιο του, Sean Ono Lennon.
Καθώς προτιμούσε να ευχαριστεί με αυτόγραφα και φωτογραφίες όσους θαυμαστές περίμεναν πολύ ώρα για να τον συναντήσουν, η λιμουζίνα που τον μετέφερε σταμάτησε στην 72η Οδό αντί στην ασφαλέστερη είσοδο του κτιρίου του.
Περνώντας από την είσοδο ο Lennon φάνηκε να αναγνωρίζει τον Chapman από την προηγούμενη συνάντησή τους, πριν λίγες ώρες. Δευτερόλεπτα αργότερα, ο Mark David Chapman στόχευσε κατευθείαν στην πλάτη του John Lennon, ρίχνοντάς του πέντε σφαίρες.
Η πρώτη αστόχησε, όμως οι υπόλοιπες βρήκαν στόχο τραυματίζοντάς τον σοβαρά. Δύο σφαίρες καρφώθηκαν στο αριστερό μέρος της πλάτης του και δύο διαπέρασαν τον αριστερό ώμο. Ο John Lennon έπεσε στο έδαφος φωνάζοντας «Πυροβολήθηκα, πυροβολήθηκα!».
Όταν διακομίστηκε στο Νοσοκομείο Roosevelt ήταν αργά και επιβεβαιώθηκε μόνο ο θάνατός του. Η αιμορραγία από τα τραύματα που τον έπληξαν ήταν ακατάσχετη.
«Ακόμα και εάν είχε πυροβοληθεί με αυτόν τρόπο στη μέση του χειρουργείο με μία ολόκληρη ομάδα χειρουργών να τον αναλάβουν… και πάλι δε θα είχε επιζήσει των τραυμάτων του», ανέφερε στους δημοσιογράφους ο Δρ. Lynn, ο οποίος βρισκόταν στο νοσοκομείο.
Προμελετημένο έγκλημα
Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ο μανιακός Mark David Chapman είχε σχεδιάσει τη δολοφονία του John Lennon πολύ νωρίτερα, καθώς είχε ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη και τον Οκτώβριο του 1980 με σκοπό να βάλει σε εφαρμογή το αιματηρό και παρανοϊκό σχέδιό του.
Άλλαξε όμως γνώμη και επανήλθε δύο μήνες μετά. Τα κίνητρά του ασαφή.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Lennon «…μας έλεγε να φανταστούμε να μην έχουμε αγαθά στην κατοχή μας και αυτός είχε εκατομμύρια δολαρίων και σκάφη και φάρμες {…} γελώντας με ανθρώπους όπως εγώ που πίστεψαν τα ψέματα και αγόρασαν τους δίσκους και έχτισαν ένα μεγάλο κομμάτι των ζωών τους γύρω από τη μουσική του».
Δεύτερο υποψήφιο θύμα στη λίστα του φέρεται να ήταν ο David Bowie, εξαιτίας του γεγονότος ότι ο δράστης είχε κλείσει για την επόμενη νύχτα εισιτήριο για την παράσταση «The Elephant Man», όπου θα εμφανιζόταν ο Βρετανός καλλιτέχνης.
Επιπλέον, εικάζεται ότι ο Chapman είχε βάλει στο στόχαστρο ακόμα και τους Johnny Carson, Marlon Brando, Walter Cronkite και Elizabeth Taylor, όμως ο Lennon ήταν ο ευκολότερος για τον εντοπίσει.
Το σκοτεινό μονοπάτι του Μαρκ Mark David Chapman – Από θαυμαστής σε δολοφόνο
Η εμμονή του Mark David Chapman με τον John Lennon ξεκίνησε από μία αμφιλεγόμενη δήλωση που είχε κάνει ο αείμνηστος καλλιτέχνης το 1966, υποστηρίζοντας ότι οι Beatles ήταν «πιο δημοφιλείς από τον Ιησού».
Η δήλωση αυτή, σε συνδυασμό με την ψυχική αστάθεια του Chapman και την εμμονή του με το μυθιστόρημα «Ο Φύλακας στη Σίκαλη» του J.D. Salinger, τον οδήγησαν προς το μίσος.
Ο 25χρονος Chapman, έχοντας χάσει πρόσφατα τη δουλειά του ως φύλακας στη Χαβάη, βρήκε καταφύγιο στον κόσμο του Holden Caulfield, του κεντρικού ήρωα του βιβλίου «Ο Φύλακας στη Σίκαλη», επιθυμώντας να ζήσει σύμφωνα με τα ιδανικά του.
Η οργή του για τον κόσμο τον οδήγησε εναντίον του John Lennon, τον οποίο κάποτε θαύμαζε.
Στο βιβλίο «Let Me Take You Down» του Jack Jones, ο Chapman περιγράφει την οργή που ένιωθε ακούγοντας τη μουσική του Lennon, ιδιαίτερα το τραγούδι «God», όπου δήλωνε ότι δεν πίστευε στον Θεό, αλλά μόνο στον εαυτό του και τη Yoko Ono.
Η οργή του εντεινόταν από την άρνηση του Lennon να πιστέψει στους Beatles, ένα συγκρότημα που ο ίδιος ο Chapman λάτρευε.
«Άκουγα τη μουσική του και θύμωνα μαζί του που έλεγε ότι δεν πίστευε στον Θεό, ότι πίστευε μόνο στον εαυτό του και τη Yoko, και ότι δεν πίστευε στους Beatles. Αυτό ήταν κάτι άλλο που με εξόργιζε, παρόλο που αυτός ο δίσκος είχε ηχογραφηθεί τουλάχιστον δέκα χρόνια νωρίτερα», είπε, σύμφωνα με το βιβλίο.
Η ψυχική κατάσταση του Mark David Chapman, σε συνδυασμό με την εμμονή του με τον Holden Caulfield και την αποστροφή του για την «υποκρισία», δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μείγμα που οδήγησε στην τραγική δολοφονία του John Lennon.
«Ποιος νομίζει ότι είναι, να λέει αυτά τα πράγματα για τον Θεό, τον παράδεισο και τους Beatles; Να λέει ότι δεν πιστεύει στον Ιησού και τέτοια πράγματα», συνέχισε ο Chapman.
«Σε εκείνο το σημείο, το μυαλό μου περνούσε μία απόλυτη μαυρίλα θυμού και οργής. Έτσι έφερα το βιβλίο του Lennon στο σπίτι μου μέσα σε αυτό το περιβάλλον του “Φύλακα στη Σίκαλη”, όπου η νοοτροπία μου είναι ο Holden Caulfield και η αντιφωνία».
Η ανακοίνωση του θανάτου του John Lennon έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία.
Η δολοφονία του καλλιτέχνη με την έντονη ακτιβιστική σκόρπισε βαθιά και απεριόριστη οδύνη σε ολόκληρο τον κόσμο. Το εύρος του κοινού ξεσπάσματος θλίψης, θρήνου και απορίας που κατέκλυσε τη Γη μπορούσε να συγκριθεί μόνο με την αντίδραση του πλήθους σε μία ανυπολόγιστη απώλεια ενός ηγέτη.
Η δολοφονία του John Lennon παραμένει μία από τις πιο τραγικές στιγμές στην ιστορία της μουσικής. Ένας καλλιτέχνης που αφιέρωσε τη ζωή του στη διάδοση μηνυμάτων ειρήνης και αγάπης έχασε τη ζωή του με τον πιο βίαιο τρόπο από έναν παρανοϊκό θαυμαστή.
Σαράντα τέσσερα χρόνια μετά, η κληρονομιά του παραμένει ζωντανή μέσα από τη μουσική του και τα ιδανικά που πρέσβευε, ενώ τραγούδια όπως το «Imagine» συνεχίζουν να εμπνέουν γενιές ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.
Η απώλειά του δεν αποτέλεσε μόνο το τέλος μιας εποχής, αλλά και την απώλεια ενός ανθρώπου που τόλμησε να οραματιστεί έναν καλύτερο κόσμο και να παλέψει γι’ αυτόν μέχρι την τελευταία πνοή του.
Στην κεντρική φωτογραφία, το τελευταίο στιγμιότυπο του John Lennon. Υπέγραφε αυτόγραφο στο άτομο που θα τον τραυμάτιζε θανάσιμα με τις σφαίρες του μερικές ώρες αργότερα.