Ο θρυλικός τραγουδιστής, τραγουδοποιός και ηθοποιός Kris Kristofferson πρωταγωνίστησε το 1976 μαζί με την Barbra Streisand στην τρίτη εκδοχή του «A Star Is Born».
Ο Kris Kristofferson, ο οποίος γνώρισε επιτυχία τόσο ως πρωτοπόρος τραγουδοποιός της country μουσικής όσο και ως αστέρας του Χόλιγουντ στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, πέθανε το Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου στο σπίτι του στο Μάουι της Χαβάης σε ηλικία 88 ετών.
Δεν δόθηκε συγκεκριμένη αιτία θανάτου, αλλά έφυγε γαλήνια, περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του.
Η οικογένειά του δήλωσε: «Με βαριά καρδιά μοιραζόμαστε την είδηση ότι ο σύζυγός μας/πατέρας/παππούς, Kris Kristofferson, έφυγε γαλήνια το Σάββατο, 28 Σεπτεμβρίου, στο σπίτι του. Είμαστε όλοι ευλογημένοι για τον χρόνο μας μαζί του. Ευχαριστούμε που τον αγαπήσατε όλα αυτά τα χρόνια, και όταν βλέπετε ένα ουράνιο τόξο, να ξέρετε ότι μας χαμογελάει όλους από ψηλά».
Η δήλωση έγινε εκ μέρους της συζύγου του Kristofferson, Lisa, των οκτώ παιδιών του, Tracy, Kris Jr., Casey, Jesse, Jody, John, Kelly και Blake και των επτά εγγονιών του.
Ο Kyle Young, διευθύνων σύμβουλος του Country Music Hall of Fame and Museum, είπε: «Ο Kris Kristofferson πίστευε βαθιά ότι η δημιουργικότητα είναι δώρο από τον Θεό και ότι όσοι αγνοούν ή απορρίπτουν ένα τόσο ιερό χάρισμα είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία και δυστυχία.»
«Κήρυττε ότι μία ζωή με το μυαλό ελεύθερο δίνει φωνή στην ψυχή, και μετά δημιούργησε ένα έργο που έδωσε φωνή όχι μόνο στη δική του ψυχή, αλλά και στη δική μας», συνέχισε.
«Οι ήρωές του Kris περιλάμβαναν τον πυγμάχο Muhammad Ali, τον μεγάλο ποιητή William Blake και τον “Hillbilly Shakespeare”, Hank Williams. Έζησε τη ζωή του με τρόπο που τιμούσε και ενσάρκωνε τις αξίες του καθενός από αυτούς τους άνδρες, και αφήνει μία δίκαιη, γενναία και ηχηρή κληρονομιά που αντηχεί μαζί με τη δική τους», τόνισε.
Ο Kris Kristofferson είχε ήδη περάσει αρκετά χρόνια με μέτρια επιτυχία ως τραγουδοποιός στο Νάσβιλ όταν έκανε το μεγάλο βήμα ως δημιουργός Νο. 1 επιτυχιών της country όπως το «For the Good Times» του Ray Price (1970), το «Sunday Morning Coming Down» του Johnny Cash (1970) και το «Help Me Make It Through the Night» του Sammi Smith (1971).
Το τραγούδι του «Me and Bobby McGee» για την πρώην αγαπημένη του Janis Joplin ανέβηκε στο No. 1 στα pop charts το 1971.
Οι τέσσερις πρώτοι του δίσκοι για τη Monument Records, που παρουσίασαν την τραχιά, αφιλτράριστη τραγουδοποιία του και τα δημιουργικά, πρωτοποριακά country τραγούδια του, έφτασαν όλοι στο Top 10 της country μουσικής, ενώ το «Jesus Was A Capricorn» του 1972, που περιείχε την Νο. 1 επιτυχία «Why Me», βρέθηκε στην κορυφή των country άλμπουμ.
Ο Kris Kristofferson κέρδισε τρία Grammy – για το Καλύτερο Country Τραγούδι (με το «Help Me Make It Through The Night») και δύο βραβεία για την Καλύτερη Country Ερμηνεία από Ντουέτο ή Συγκρότημα για δύο ντουέτα του με τη Rita Coolidge, με την οποία ήταν παντρεμένος από το 1973 έως το 1980.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘70, απόλαυσε μία ανοδική κινηματογραφική πορεία, παίζοντας το ρομαντικό ενδιαφέρον της Susan Anspach στην ταινία «Blume in Love» (1973) του Paul Mazursky και της βραβευμένης με Όσκαρ Ellen Burstyn στην ταινία «Alice Doesn’t Live Here Anymore» (1974) του Martin Scorsese.
Το 1976, ο Kris Kristofferson πρωταγωνίστησε μαζί με την Barbra Streisand στην τρίτη εκδοχή του «A Star Is Born» (Ένα Αστέρι Γεννιέται), κερδίζοντας τη Χρυσή Σφαίρα του Α’ Ανδρικού Ρόλου σε Μιούζικαλ για την ερμηνεία του στην ταινία.
Ωστόσο, αντιμετώπισε δυσκολίες στο Χόλιγουντ σε μερικές θρυλικά προβληματικές παραγωγές.
Συμπρωταγωνίστησε με τον James Coburn στο φιλόδοξο γουέστερν «Pat Garrett and Billy the Kid» (1973) του Sam Peckinpah. Η ταινία έγινε ένα διαβόητο casus belli μετά την αφαίρεσή της από τα χέρια του σκηνοθέτη και το μοντάρισμά της από τη MGM.
Η καριέρα του στην υποκριτική δεν ανέκαμψε ποτέ πλήρως μετά τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στο επικό γουέστερν «Heaven’s Gate» του Michael Cimino το 1980.
Η ταινία, έχοντας επισκιαστεί από τις φήμες για υπερβάσεις του κόστους παραγωγής και την τελειομανία του Cimino στο πλατό, έλαβε καταστροφικές κριτικές και σχεδόν αμέσως αποσύρθηκε από την κυκλοφορία και μονταρίστηκε εκ νέου δραστικά.
Η United Artists – που πουλήθηκε στη MGM από την Transamerica μετά το φιάσκο – διέγραψε από τον ισολογισμό της ολόκληρο το κόστος των 44 εκατομμυρίων δολαρίων του «Heaven’s Gate» μία εβδομάδα μετά την πρεμιέρα της ταινίας.
Ο τίτλος του «Heaven’s Gate» έγινε σχεδόν συνώνυμος με την υπερβολή και την αλαζονεία του Χόλιγουντ. Παρά τις καταστροφικές κριτικές, ο Kristofferson υπερασπιζόταν πάντα σταθερά την ταινία, η οποία αργότερα κέρδισε τον σεβασμό των κριτικών.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, ο Kris Kristofferson ανέκτησε αργά την καριέρα του με τη βοήθεια του Willie Nelson.
Το 1979, ο Nelson ηχογράφησε ένα επιτυχημένο άλμπουμ με τραγούδια του Kristofferson και το 1984, οι δύο καλλιτέχνες πρωταγωνίστησαν στην ταινία «Songwriter» του Alan Rudolph το 1984.
Η μουσική του Kristofferson για την ταινία έλαβε υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Ο Kris Kristofferson ήταν επίσης μέλος του country supergroup The Highwaymen μαζί με τους Johnny Cash, Waylon Jennings και Willie Nelson. Από το 1985 έως το 1995, το συγκρότημα ηχογράφησε τρία άλμπουμ.
Η καριέρα του Kristofferson στον κινηματογράφο συνέχισε με σταθερό ρυθμό, αν και σε μικρότερους ρόλους. Τελικά, κατέγραψε περισσότερες από 100 κινηματογραφικές και τηλεοπτικές εμφανίσεις.
Το 1996, έλαβε θετικές κριτικές ως ένας σαδιστικός Τεξανός αστυνόμος στο «Lone Star» του John Sayles. Το 1998 έκανε την πρώτη από τις τρεις εμφανίσεις του στον ρόλο του κυνηγού βρικολάκων Abraham Whistler δίπλα στον Wesley Snipes στο «Blade».
Αφού χώρισε τους δρόμους του με τη Monument Records στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο Kristofferson έκανε σπάνια σόλο ηχογραφήσεις.
Παρ’ όλα αυτά, έλαβε θετικές κριτικές για τρία συγκινητικά και προσωπικά άλμπουμ – το «A Moment of Forever» (1995), το «This Old Road» (2006) και το «Closer to the Bone» (2009) – με λιτή παραγωγή από τον Don Was.
Το 2013, κυκλοφόρησε το «Feeling Mortal» μέσω της δικής του δισκογραφικής εταιρείας KK Records.
Το 2004, ο Kriss Kristofferson εντάχθηκε στο Country Music Hall of Fame και το 2015 έλαβε το Βραβείο Grammy Συνολικής Προσφοράς (Lifetime Achievement) από την Ακαδημία Ηχογράφησης.