Μετά από χρόνια αέναης αναζήτησης της τελειότητας, ο Nick Cave βρήκε αξία στην επανάληψη.
Ο Nick Cave είναι ένας από τους πιο αυθεντικούς τραγουδοποιούς της μουσικής βιομηχανίας, που δεν φοβάται να κοιτάξει το σκοτάδι κατάματα.
Ενώ ορισμένοι χρησιμοποιούν τη δημιουργία τραγουδιών ως διέξοδο για να εκφράσουν διάφορα συναισθήματα, ο Nick Cave μεταμορφώνει τις σκοτεινές πλευρές της ζωής σε καλλιτεχνική αριστεία.
Αν ισχύει ότι κάθε σπουδαίο έργο τέχνης πηγάζει από τον πόνο, τότε ο Nick Cave φοράει τον πόνο σαν παράσημο τιμής, επιδεικνύοντας με υπερηφάνεια την ικανότητά του να δημιουργεί έντονα πολύπλοκους κόσμους βασισμένους σε θεμελιώδεις έννοιες της τραγωδίας.
Τίποτα δεν ενοχλεί περισσότερο τον Nick Cave από την υποκρισία.
Κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του άλμπουμ «Henry’s Dream» του 1992, ήταν τόσο δυσαρεστημένος με την παραγωγή του David Briggs που αποφάσισε να αναλάβει τα ηνία ο ίδιος.
Σύμφωνα με τον Nick Cave, ο David Briggs ήθελε να εφαρμόσει τον ίδιο ζωντανό ήχο στο στούντιο που χρησιμοποίησε με τον Neil Young και το αποτέλεσμα της μίξης ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που είχε οραματιστεί για τον δίσκο.
Το επόμενο live album «Live Seeds» ήταν επίσης μία εκδήλωση αυτής της δυσαρέσκειας, αφού ο Nick Cave αποφάσισε να αποδώσει δικαιοσύνη στα τραγούδια και να προχωρήσει μετά από τον «απόλυτο εφιάλτη» της παραγωγής του David Briggs.
Το «Live Seeds» έδειξε τη χαρακτηριστική ωμότητα και αυθεντικότητα του Nick Cave, όπως την είχε φανταστεί ο ίδιος γι το «Henry’s Dream».
Αυτό το live album λειτούργησε ουσιαστικά ως δεύτερη ευκαιρία για το «Henry’s Dream», προσφέροντας μία πιο εκλεπτυσμένη και ολοκληρωμένη αίσθηση στις ηχογραφημένες εκδοχές των τραγουδιών τους.
Όταν ο Nick Cave ξεκίνησε να ετοιμάζει το επόμενο άλμπουμ, το «Let Love In» του 1994, αναζητούσε την αλλαγή και την εξέλιξη που θα ανέβαζε τη μουσική του στο επόμενο επίπεδο.
Έτσι, έγραψε το «Red Right Hand» αντλώντας έμπνευση από το «Paradise Lost» του John Milton για να δημιουργήσει έναν χαρακτήρα που ήταν ταυτόχρονα δελεαστικός και απειλητικός.
Ο κιθαρίστας Mick Harvey θυμάται ότι ο Nick Cave του ζήτησε να παίξει κάτι διαφορετικό και του έδωσε ένα μοτίβο που πίστευε ότι ο Nick Cave δεν θα μπορούσε να «καθοδηγήσει», επειδή ήταν «άρρωστος» και κατέφευγε «στις ίδιες συγχορδίες στο πιάνο» όπως θυμάται.
Ωστόσο, σύντομα συνειδητοποίησαν ότι οι νότες που έστηναν απέπνεαν μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που «ήταν γραφτό» να γίνουν τραγούδι.
Κατά τη γνώμη του Mick Harvey, ένιωθαν ότι ήταν η σωστή κατεύθυνση καθώς είχε «αυτή την αίσθηση, και αυτό είναι που μπορούν να κάνουν οι Bad Seeds».
Αν και ο Nick Cave μπήκε σε ένα νέο πεδίο επανάληψης με το «Red Right Hand», ερμηνεύοντας το τραγούδι εκτενώς, παράλληλα με την εμφάνισή του σε διάφορες ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, το βήμα προς το μονοπάτι της φθοράς δεν φαινόταν να τον εξοργίζει όσο την πρώτη φορά που κουράστηκε να παίζει τα ίδια και τα ίδια.
Στην πραγματικότητα, άρχισε να το αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο, λέγοντας κάποτε ότι το «Red Right Hand» έχει «την ικανότητα να συνεχίζει να σου αποκαλύπτεται πολύ καιρό μετά από τη στιγμή που το έγραψες».
Το «Red Right Hand» αποτέλεσμα βασικό γνώρισμα της βρετανικής δραματικής σειράς «Peaky Blinders» και ο δημιουργός της, Steven Knight, είχε εξηγήσει ότι το τραγούδι επιλέχθηκε λόγω της ικανότητάς του να παρουσιάσει έναν χαρακτήρα με «ελαττωματική αρρενωπότητα» που «σου φέρνει αυτόν τον κόσμο στο στομάχι σου».
Ως πολέμιος της υποκρισίας, ο Nick Cave κατάφερε να δημιουργήσει μία ολοκληρωμένη ιστορία μέσα σε μόλις έξι λεπτά, κάτι που όλες οι κινηματογραφικές ταινίες και οι τηλεοπτικές σειρές κάνουν σε πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.